Wednesday, November 19, 2014

Μπαμπά - Σύλβια Πλαθ

Μπαμπά
 
 Δεν κάνεις πια, σου λέω δεν κάνεις
 άλλο πια, παπούτσι μαύρο
 που μέσα του έζησα σαν πόδι
 για τριάντα χρόνια, καημένο, λευκό
 μόλις που τολμούσα να ανασάνω ή να φταρνιστώ

 Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω.
 Πέθανες και χρόνο πια δε βρίσκω -
 Βαρύς σαν μάρμαρο, μια βαλίτσα γεμάτη Θεό,
 Άγαλμα στοιχειωτικό με ένα μαύρο δάχτυλο στο πόδι
 Μεγάλο σαν φώκια στο Σαν Φρανσίσκο

Κι ένα κεφάλι στα νερά του φριχτού Ατλαντικού
Όπου χύνεται στο κυανό το πράσινο του φασολιού
Στα νερά έξω απ’ το όμορφο Νόσετ
έκανα προσευχή παλιά για να σε βρω
Ach, du.

Στη γλώσσα τη Γερμανική, την πόλη την Πολωνική
Ισοπεδωμένη από οδοστρωτήρα
πολέμων, πολέμων, πολέμων.
Μα το όνομα της πόλης απ’ τα κοινά.
Ο Πολωνός φίλος μου

Λέει πως υπάρχουν καμιά εικοσαριά
Κι έτσι δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχωρίσω
Πού πάτησες το πόδι σου, τη ρίζα σου,
Ποτέ δεν μπορούσα να σου μιλήσω.
Η γλώσσα κολλημένη στο σαγόνι.

Κολλημένη σε μια συρματόπλεκτη παγίδα
Ich, ich, ich, ich,
Μετά βίας έβγαζα φωνή.
Νόμιζα πως κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα αισχρή.

Μια ατμομηχανή, μια ατμομηχανή,
Να με ξαποστέλνει σαν Εβραία.
Μια Εβραία στο Νταχάου, Άουσβιτς, Μπέλσεν.
Άρχισα να μιλάω σαν Εβραία.
Νομίζω πως μπορεί να ‘μαι όντως Εβραία.

Τα χιόνια του Τυρόλου, η διάφανη μπύρα της Βιέννης
Δεν είναι και πολύ αγνά ή αληθινά.
Με μια τσιγγάνα πρόγονο και τη λοξή μου τύχη
Και την τράπουλα Ταρό, την τράπουλα Ταρό
Εβραία πως είμαι θαρρώ.

Πάντα σε φοβόμουν, εγώ,
Με τη Λουφτβάφε σου, τα ακαταλαβίστικά σου.
Το περιποιημένο σου μουστάκι
Και το Άριο μάτι, ανοιχτό θαλασσί.
Άρμα τεθωρακισμένο, άνθρωπος-Panzer ήσουν εσύ -

Δεν είσαι Θεός αλλά σβάστικα
Τόσο μαύρος που κανείς ουρανός δεν μπορεί να φανεί.
Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν Φασίστα,
Την μπότα στο πρόσωπο, την κτηνώδη
Κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους όπως εσύ.

Στέκεσαι μπροστά στον μαυροπίνακα, μπαμπά μου,
Στη φωτογραφία που έχω από σένα
Μια χαρακιά στο πιγούνι κι όχι στο πόδι
Μα όχι λιγότερο διαβολικός, όχι, καθόλου
Λιγότερο ο μαύρος άνδρας που

Δάγκωσε σκίζοντας στα δυο την όμορφη καρδιά μου.
Όταν σε θάψανε ήμουν δέκα χρονών
Στα είκοσι προσπάθησα να αυτοκτονήσω
Και να γυρίσω σε σένα πίσω, πίσω, πίσω.
Νόμιζα πως και στα κόκαλά σου μόνο μπορούσα να αρκεστώ.

Αλλά με τράβηξαν από το σάκο,
Και μ’ ένωσαν ξανά με κόλλα.
Και τότε ήξερα τι έπρεπε να κάνω.
Έφτιαξα κάποιον που σου μοιάζει σε όλα,
Έναν άνδρα στα μαύρα με ύφος Οαγώνμου

Και μια αγάπη για βίδα και τροχό.
Και είπα δέχομαι κι εγώ, κι εγώ.
Γι’ αυτό, μπαμπά, τελείωσα με σένα επιτέλους.
Το μαύρο τηλέφωνο ξηλώθηκε απ’ τη ρίζα
Και οι φωνές δεν τρυπώνουν πια απ’ την πρίζα.

Αφού σκότωσα έναν άνδρα, σκοτώνω και δυο –
Τον βρικόλακα που ‘λεγε πως ήσουν εσύ
Και μου έπινε το αίμα για ένα χρόνο ολόκληρο,
Κι αν θες να ξέρεις, για εφτά.
Μπαμπά, τώρα μπορείς να ξαπλώσεις άνετα.

Υπάρχει ένα παλούκι στη μαύρη σου χοντρή καρδιά
Και πατάνε πάνω σου τώρα και χορεύουνε όλοι μαζί.
Στο χωριό σου τα είχαν μαζεμένα.
Πάντα ήξεραν πως ήσουν εσύ.
Μπαμπά, μπαμπά, ρε μπάσταρδε, τελείωσα με σένα.


Σύλβια Πλαθ (1932-1963)
Μετάφραση Στέλλα Μπρένθις


Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Δρόμου Άπατρις φ. 27

Saturday, June 7, 2014

Κρατική Θανατοπολιτική: Ζώντας μέσα από το Θάνατο του Άλλου



Κρατική Θανατοπολιτική: Ζώντας μέσα από το Θάνατο του Άλλου

            Ο Θάνατος δεν είναι μόνο το τέλος της ζωής του ανθρώπου, και δεν είναι μόνο ιδιωτική υπόθεση, εφόσον ο άνθρωπος είναι μέλος μιας οργανωμένης και πολιτικοποιημένης κοινωνίας. Όπως η ζωή, έτσι και ο θάνατος του ανθρώπου έχει χρησιμοποιηθεί ανά τους αιώνες από τους κυβερνώντες θετικά ή αρνητικά. Και στις δύο περιπτώσεις ο βασικός στόχος ήταν ένας: η διατήρηση της εξουσίας. Ιδιαίτερα από το διαφωτισμό και έπειτα, υποσχόμενοι τη διαφύλαξη της ζωής και άρα την αποφυγή του θανάτου, οι κυβερνώντες χτίζουν αφηγήσεις - πολιτικούς μύθους - προστασίας του πολίτη. Με την αρνητική του έννοια ο θάνατος έχει χρησιμοποιηθεί ως απειλή, αλλά και πρακτική ενάντια στον παραβάτη, προϋποθέτοντας αυτόματα το δικαίωμα του κράτους στην αφαίρεση ζωής.
            Για παράδειγμα, στην Ελλάδα η θανατική ποινή καταργήθηκε το 1993, όμως σήμερα η κατάσταση στα νοσοκομεία των φυλακών είναι τόσο οικτρή, που άρρωστοι άνθρωποι αφήνονται σχεδόν στην τύχη τους και αποβιώνουν λόγω έλλειψης θεραπείας ή λόγω συνθηκών που ευνοούν την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών. Όπως είναι γνωστό, οι φυλακές αντιπροσωπεύουν το κράτος στο οποίο βρίσκονται. Ποιος από εμάς δεν έχει συγγενή ή φίλο που δεν λαμβάνει την κατάλληλη θεραπεία λόγω προσωπικής αλλά και υποτιθέμενης εθνικής οικονομικής δυσχέρειας; Και λέω «υποτιθέμενης» εθνικής, διότι το κράτος έχει χρήματα να πληρώσει τράπεζες, συμβούλους και ιδιωτικές εταιρίες, αλλά σε σταθερή βάση στερεί το δικαίωμα στη ζωή των πολιτών που είναι ταυτόχρονα σωματικά και οικονομικά ασθενείς.
            Στην Ελλάδα του μνημονίου οι παλαιοί πολιτικοί μύθοι έχουν πεθάνει. Η προστασία του πολίτη έχει υποβιβαστεί σε προστασία του εύπορου πολίτη, ενώ η απειλή ενάντια στον παραβάτη έχει καταντήσει απειλή ενάντια στον φτωχό παραβάτη. Έτσι, λοιπόν, επιστρέφουμε στο δίκαιο του ισχυρότερου, έναν βασικό νόμο του καπιταλισμού. Από την άλλη, θα μου πείτε, το είχαμε αφήσει ποτέ; Ας πούμε ότι έγινε μια προσπάθεια, κυρίως στη θεωρία και λιγότερο στην πράξη. Τώρα, όμως, με την δικαιολογία του καθεστώτος εξαίρεσης λόγω κρίσης - την ίδια δικαιολογία που χρησιμοποίησε η ναζιστική Γερμανία για να αναστείλει το Σύνταγμά της - πέσανε οι μάσκες της αστικής ειρήνης. Το άρθρο 48 του συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης είχε προβλέψει μια νομιμοποιημένη αυταρχική εκτροπή σε περίπτωση υποτιθέμενης έκτακτης ανάγκης. Όλοι γνωρίζουμε τα αποτελέσματά της... Άλλωστε και η δικιά μας Χούντα με το ίδιο καθεστώς και άρθρο (κατάστασης πολιορκίας) εγκαθιδρύθηκε…
Με τη δικαιολογία του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που άτυπα (κυρίως μέσω προπαγάνδας) έχει κηρυχτεί, ψηφίζουν και οι βουλευτές των Ελληνικών μνημονιακών κομμάτων νομοσχέδια που λειτουργούν εις βάρος των πολιτών, και την επόμενη μέρα δικαιολογούνται λέγοντας πως δεν είχαν επιλογή, πως τους επιβλήθηκαν. Λειτουργούν, έτσι, ως υπάλληλοι των δανειστών, που σε ένα μελλοντικό δικαστήριο θα απολογηθούν λέγοντας πως είχαν κινηθεί εντός νόμου και δεν ήταν οι ίδιοι άμεσα υπεύθυνοι για τον θάνατο κανενός ανθρώπου. Άμεσα. Γιατί έμμεσα και το παραμικρό σεντ μετράει στην κοινωνία του χρήματος. Δυστυχώς, όπως έλεγε και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, πραγματική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης δεν είναι μια εξαίρεση που διαρκεί λίγο καιρό, αλλά καθημερινή πραγματικότητα για τους ασθενέστερους. Και το παραμικρό σεντ μπορεί να γίνει η ζωή ή ο θάνατός σου…
            Όταν η πολιτική της χώρας γίνεται μια κεκαλυμμένη θανατοπολιτική, μια πολιτική εξόντωσης των ασθενέστερων πολιτών (οποιασδήποτε φυλής, οποιουδήποτε ποινικού μητρώου), τότε κάτι σάπιο υπάρχει στο Κράτος της Ελλάδας. Και αυτό δεν είναι παρά το κωματώδες σώμα της αστικής δημοκρατίας, το σώμα που υπήρχε πιο πολύ σαν ιδέα παρά σαν πράξη, που λειτουργούσε κατά καιρούς με ηλεκτροσόκ, και που τώρα έχει αφεθεί κι αυτό στην τύχη του, σαν σε νοσοκομείο φυλακής, άρρωστο και ξεχασμένο. Από την άλλη, βέβαια, όπως έχουν ξεπηδήσει θύλακες φασισμού, υπάρχουν και θύλακες ελευθερίας από το άρρωστο καθεστώς. Όποιος/α θέλει να τους αναζητήσει, μπορεί. Όπως και μπορεί να γίνει μέρος της διαδικασίας ελευθερίας. Κι έτσι, το παλιό «Ελευθερία ή Θάνατος» παίρνει μια διαφορετική μορφή, ίσως λιγότερο αιματηρή, αλλά όχι λιγότερο αναγκαία.

nam sibyllam

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Δρόμου 'Απατρις, Μάης 2014, φύλλο 26